- θρηνούμαι
- θρηνούμαι, θρηνήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
θρήνομαι — και θρηνοῡμαι, έομαι βλ. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρηνούμαι, με αναβιβασμό του τόνου κατά ορισμένα συνώνυμα μη περισπώμενα, όπως το δέρνομαι (πρβλ. μούγκομαι μουγκούμαι)] … Dictionary of Greek
μούγκομαι — μουγκρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. θρήνομαι: θρηνούμαι)] … Dictionary of Greek
οτοτύζω — ὀτοτύζω (Α) [οτοτοί] 1. κράζω, ξεφωνίζω οτοτοί, θρηνώ μεγαλόφωνα, ολοφύρομαι 2. παθ. ὀτοτύζομαι θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ ὁ θνῄσκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek